τοδέα

τοδέα
η, Ν
βοτ. γένος πτεριδοφύτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. todea (< νεολατ. todea από το όνομα τού Γερμανού βοτανολόγου Η. V. Tode)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δηιπύλη — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Άδραστου και της Αμφιθέας και σύζυγος του Τοδέα, ο οποίος είχε καταφύγει στον πατέρα της ως εξόριστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”